Να λοιπόν που η Ελλάδα παραδέχθηκε κι επισήμως πως δεν μπορεί να ξεπληρώσει τα χρέη της στους ιδιώτες πιστωτές. Έχουμε έτσι μιαν «τακτική» χρεοκοπία, που δεν ανακοινώθηκε απλά, αλλά προηγουμένως διευθετήθηκε, πράγμα που κατ' αρχήν είναι θετικό. Από την άλλη, το ελληνικό ζήτημα πολύ απέχει από το να έχει λήξει. Παρά την αναδιάρθρωση του χρέους της, η Ελλάδα -όπως πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες- εξαναγκάστηκε να επιβάλει μέτρα λιτότητας σε μια οικονομία ου ήδη βρισκόταν σε ύφεση και φαίνεται να είναι καταδικασμένη σε πολυετές ακόμα μαρτύριο.
Εδώ έχουμε μια ιστορία που αξίζει να αναλυθεί περισσότερο. Όπως ανέφερε πρόσφατα ένα άρθρο σε μια οικονομική επιθεώρηση, την τελευταία διετία η περίπτωση της Ελλάδας, θεωρήθηκε κάτι σαν «παραβολή για τις επιπτώσεις της δημοσιονομικής ασωτίας». Σπανίως περνάει μια μέρα χωρίς κάποιος πολιτικός ή ειδήμων να επαναλαμβάνει, με τον αέρα του μεγάλου σοφού, πως αν δεν προχωρήσουμε αμέσως σε μεγάλες περικοπές στις κρατικές δαπάνες, θα δείτε, θα καταντήσουμε σαν την Ελλάδα.
Ένα τελευταίο σχετικό παράδειγμα είναι ο κυβερνήτης της Ιντιάνα Μιτς Ντάνιελς (Mitch Daniels) που απαντώντας εκ μέρους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος στην ομιλία του προέδρου για την «κατάσταση του έθνους», επέμεινε πως «λίγο απέχουμε από την Ελλάδα, την Ισπανία και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη που βρίσκονται αντιμέτωπες με οικονομική καταστροφή». Παρεμπιπτόντως, κανείς δεν του είπε πως πριν την κρίση η Ισπανία είχε πολύ μικρό δημόσιο χρέος και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς· το πρόβλημά της οφείλεται στις υπερβολές του ιδιωτικού -κι όχι του δημόσιου τομέα.
Αλλά τα δεινά των Ελλήνων μας δείχνουν πως ενώ την εποχή των «παχιών αγελάδων» τα κρατικά ελλείμματα είναι επικίνδυνα -πράγμα που αφορά την Ελλάδα, αλλά όχι την Ισπανία- η προσπάθεια να τα μηδενίσεις όταν η οικονομία αντιμετωπίζει ήδη προβλήματα, είναι συνταγή για βέβαιη ύφεση.
Τούτο τον καιρό, η ύφεση λόγω των μέτρων λιτότητας είναι ορατή σε όλη την περιφέρεια της Ευρώπης. Η Ελλάδα είναι η χειρότερη περίπτωση, με την ανεργία να φθάνει στο 20% ενώ καταρρέει ο δημόσιος τομέας, ακόμα και στην υγεία. Αλλά και η Ιρλανδία, που ακολούθησε κατά γράμμα όλες τις συνταγές λιτότητας που τη διέταξαν, βρίσκεται επίσης σε κακή κατάσταση: η ανεργία βρίσκεται στο 15% και η ύφεση σε διψήφια ποσοστά. Η Πορτογαλία και η Ισπανία επίσης δεινοπαθούν.
Αλλά ο συνδυασμός λιτότητας και ύφεσης δεν πλήττει μόνο την κοινωνία. Γίνεται ολοένα και πιο φανερό πως είναι επίσης κακός για τα δημόσια οικονομικά, καθώς ο συνδυασμός των μειωμένων εσόδων σε συνδυασμό με την ύφεση, επιδείνωσε τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, υπονόμευσε την εμπιστοσύνη των αγορών και έκανε λιγότερο εύκολα διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος. Αξίζει να αναρωτηθείτε πώς είναι δυνατό κράτη που συστηματικά αρνούνται στη νεολαία τους κάθε μέλλον -στην Ιρλανδία η ανεργία των νέων, που συνήθως ήταν μικρότερη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, έφτασε σχεδόν το 30% κι είναι 50% στην Ελλάδα- θα κατορθώσουν να πετύχουν ρυθμούς ανάπτυξης επαρκείς για να υπηρετήσουν το χρέος τους.
Τα πράγματα δεν έπρεπε να έχουν συμβεί έτσι. Εδώ και δύο χρόνια, όταν πολλοί πολιτικοί και ειδήμονες άρχισαν να συστήνουν την ανάγκη επιβολής μέτρων λιτότητας, υπόσχονταν πως τα δεινά της λιτότητας θα απέφεραν μεγάλα οφέλη. «Δεν είναι σωστό πως τα μέτρα λιτότητας θα προκαλέσουν οικονομική στασιμότητα» διαβεβαίωνε τον Ιούνιο του 2010, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ (Jean-Claude Trichet), πρόεδρος τότε της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ). Αντιθέτως, επέμενε, η δημοσιονομική πειθάρχηση θα εμπεδώσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία, που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη. Ακόμα και το παραμικρό σκίρτημα των οικονομιών που βρίσκονται σε ύφεση χαιρετίζεται σε απόδειξη πως αυτή η πολιτική έχει αποτελέσματα. Η ιρλανδική λιτότητα αναγορεύθηκε σε «πετυχημένη» όχι μια φορά, αλλά δυο: μια φορά το καλοκαίρι του 2000· μια δεύτερη φορά το περσινό φθινόπωρο· αλλά κάθε φορά, τα δήθεν ευχάριστα νέα διαψεύστηκαν γρήγορα.
Ίσως να αναρωτιέστε τι εναλλακτικές λύσεις θα είχαν χώρες σαν την Ελλάδα και την Ιρλανδία, και η απάντηση είναι πως δεν υπήρχαν πολλές, πέραν της αποχώρησής τους από το ευρώ, ένα ριζοσπαστικό μέτρο που ρεαλιστικά μιλώντας οι ηγέτες τους δεν μπορούν να λάβουν παρά μόνον αν ακυρωθούν όλες οι εναλλακτικές τους λύσεις -μια κατάσταση που, αν θέλετε τη γνώμη μου, η Ελλάδα προσεγγίζει ταχέως.
Η Γερμανία και η ΕΚΤ οφείλουν να αναλάβουν δράση ώστε αυτό το ακραίο βήμα να πάψει να είναι τόσο αναγκαίο, απαιτώντας λιγότερη λιτότητα και συμβάλλοντας περισσότερο στην αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά. Αλλά η θέση που κυρίως θέλω να υποστηρίξω είναι πως η Αμερική έχει εναλλακτικό δρόμο: έχουμε δικό μας νόμισμα, μπορούμε να δανειζόμαστε μακροπρόθεσμα με ιστορικά χαμηλά επιτόκια, πράγμα που σημαίνει πως δε χρειάζεται να ακολουθήσουμε το φαύλο κύκλο της λιτότητας με οικονομική ύφεση.
Είναι άρα ώρα να πάψουμε να χρησιμοποιούμε την Ελλάδα ως διδακτικό μύθο για τις απειλές των ελλειμμάτων: από αμερικανικής απόψεως, η Ελλάδα θα έπρεπε μάλλον να θεωρηθεί διδακτικός μύθος για τους κινδύνους που αντιπροσωπεύει η προσπάθεια του απότομου περιορισμού των ελλειμμάτων, ενώ η οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση (και ναι, παρά κάποια πρόσφατα καλά νέα, η οικονομία μας βρίσκεται σε ύφεση).
Η αλήθεια είναι πως αν θέλετε να μάθετε ποιος προσπαθεί να μετατρέψει την Αμερική σε Ελλάδα, αυτοί δεν είναι όσοι ζητούν περαιτέρω μέτρα τόνωσης της οικονομίας· είναι όσοι ζητούν να μιμηθούμε μέτρα λιτότητας ελληνικού τύπου, έστω κι αν δεν αντιμετωπίζουμε ελληνικού τύπου κρίση δανεισμού, με αποτέλεσμα να ρίξουμε την οικονομία μας σε μια ελληνικού τύπου ύφεση.